σκῶπτ'

σκῶπτ'
σκῶπτα , σκώπτης
scoffer
masc voc sg
σκῶπτα , σκώπτης
scoffer
masc nom sg (epic)
σκῶπται , σκώπτης
scoffer
masc nom/voc pl
σκῶπτε , σκώπτω
mock
pres imperat act 2nd sg
σκῶπτε , σκώπτω
mock
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκωπτηλός — όν, Α (κατά τον Ζωναρ.) «σκωπτικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ενεστ. τού σκώπτ ω* + κατάλ. ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός). Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα σκωπτ ικός, σκωπτ όλης] …   Dictionary of Greek

  • μούτσουνο — το (Μ μούτσουνον) 1. (σκωπτ.) όψη ζώου, ρύγχος, μουσούδι 2. (χλευαστικά) πρόσωπο ανθρώπου, μούτρο νεοελλ. (κατ επέκτ.) (σκωπτ.) άτομο («σπουδαίο μούτσουνο κι ο λεγάμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musone ή, κατ άλλους, < βεν. musona (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • σκωπτόλης — ὁ, Α αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ τού ενεστ. τού ρ. σκώπτ ω* με επίθημα όλης (πρβλ. μαιν όλης: μαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • γενειοσυλλεκτάδαι — γενειοσυλλεκτάδαι, οι (Α) (σκωπτ.) αυτοί που τακτοποιούν τα γένια τους με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • θησειομύζων — θησειομύζων, ὁ (Α) (σκωπτ. στον Αριστοφ.) ο κατά τα Θησεία, εορτή τού Θησέως, μύζων, δηλ. αυτός που τρώει από τα τρόφιμα τα οποία διανέμονται δωρεάν στους φτωχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θησεία «εορτή προς τιμήν τού Θησέως» + μύζω (I) «ρουφώ, πιπιλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κοντοκλώστης — ο (σκωπτ.) υπερβολικά κοντός, κοντοστούμπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κλώστης] …   Dictionary of Greek

  • κοντοπίθαρος — η, ο (σκωπτ.) κοντός και παχύς σαν πιθάρι, κοντόχοντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + πιθάρι] …   Dictionary of Greek

  • κούτσαβλος — και κούτσαυλος, ο, θηλ. κουτσάβλα και κουτσαύλα (σκωπτ.) πολύ κουτσός, ανάπηρος στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψ αυλος (για την τροπή τού κοψ σε κουτό βλ. κουτσός) + αυλός «κνήμη»] …   Dictionary of Greek

  • κωλοκάτσι — το (σκωπτ.) το σκαμνί …   Dictionary of Greek

  • λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”